- καταστραγγίζω
- καταστραγγίζω, [tense] fut. -ιῶ,A squeeze out,
τὸ λοιπὸν τοῦ αἵματος -ιεῖ LXX Le.5.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ λοιπὸν τοῦ αἵματος -ιεῖ LXX Le.5.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταστραγγίζω — (Α καταστραγγίζω) στραγγίζω εντελώς, αποστραγγίζω νεοελλ. παθ. καταστραγγίζομαι μτφ. απισχναίνομαι, παθαίνω σωματική κατάπτωση με απίσχνανση … Dictionary of Greek
καταστραγγίζω — καταστράγγισα, καταστραγγίστηκα, καταστραγγισμένος, στραγγίζω εντελώς: Την καταστράγγισε την μπουκάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστραγγιεῖ — καταστραγγίζω squeeze out fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταστραγγίζω squeeze out fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՄԵՄ — (եցի.) NBH 2 0977 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 13c, 14c ն. στραγγίζω, ἑκστραγγίζω, καταστραγγίζω guttatim exprimo ἁποπιάζω, διυλίζω եւն. Ճմլելով եւ սեղմելով կաթեցուցանել. մզել. ʼի դուրս բերել զմիջին հիւթս, անցուցանել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)